εμβρυοτομία

εμβρυοτομία
Χειρουργική επέμβαση που αποβλέπει στον διαμελισμό εμβρύου όταν, εξαιτίας του μεγέθους του και της θέσης του, η φυσιολογική εξαγωγή του από τη φυσική γεννητική οδό (πυελογεννητικός σωλήνας) μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή της μητέρας. Οι ε. χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα κατά τον 19o αι. Αργότερα, οι πρόοδοι της μαιευτικής, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις καισαρικές τομές, περιόρισαν στο ελάχιστο την προσφυγή σε αυτό το είδος επέμβασης, η οποία χρησιμοποιείται πλέον σε σπανιότατες περιπτώσεις εξαγωγής νεκρών εμβρύων.
* * *
η (AM ἐμβρυοτομία)
χειρουργική επέμβαση για σμίκρυνση τού όγκου νεκρού κυήματος και διευκόλυνση τής εξαγωγής του από τη μήτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐμβρυοτομία — ἐμβρυοτομίᾱ , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem nom/voc/acc dual ἐμβρυοτομίᾱ , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρυοτομίᾳ — ἐμβρυοτομίᾱͅ , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβρυοτομία — η (ιατρ.), ο τεμαχισμός του νεκρού σώματος του εμβρύου μέσα στη μήτρα για διευκόλυνση της εξαγωγής του, όταν είναι αδύνατη η εξαγωγή του ολόκληρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβρυοτομίας — ἐμβρυοτομίᾱς , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem acc pl ἐμβρυοτομίᾱς , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρυοτομίαν — ἐμβρυοτομίᾱν , ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβρυοτομίαις — ἐμβρυοτομία cutting up of the foetus fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβρυοτομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον εμβρυοτόμο ή στην εμβρυοτομία …   Dictionary of Greek

  • εμβρυοτόμος — ο (AM ἐμβρυοτόμος) χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για εμβρυοτομία σε κύημα που έχει πεθάνει μέσα στη μήτρα …   Dictionary of Greek

  • εμβρυοτομικός — ή, ό που αναφέρεται στην εμβρυοτομία ή τον εμβρυοτόμο (βλ. λλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”